καυστικος

καυστικος
    καυστικός
    3
    1) воспламеняющий, зажигающий
    

(τὸ καυστὸν οὐ καίεται αὐτὸ καθ΄ αὐτὸ ἄνευ τοῦ καυστικοῦ Arst.)

    2) воспламеняющийся, горючий (sc. σώματα Arst.)

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "καυστικος" в других словарях:

  • καυστικός — capable of burning masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυστικός — ή, ό (ΑΜ καυστικός, ή, όν, Α και καυτικός, ή, όν) [καυστός] 1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να καίει, υπερβολικά θερμός, καυτερός («τὸ καυστὸν οὐ καίεται... ἄνευ τοῡ καυστικοῡ», Αριστοτ.) 2. αυτός που η επαφή του με ένα μέρος τού… …   Dictionary of Greek

  • καυστικός — ή, ό επίρρ. ά καυτερός, δριμύς, τσουχτερός: Τα λόγια του ήταν καυστικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καυστικά — καυστικός capable of burning neut nom/voc/acc pl καυστικά̱ , καυστικός capable of burning fem nom/voc/acc dual καυστικά̱ , καυστικός capable of burning fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυστικώτερον — καυστικός capable of burning adverbial comp καυστικός capable of burning masc acc comp sg καυστικός capable of burning neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυστικῶν — καυστικός capable of burning fem gen pl καυστικός capable of burning masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυστικόν — καυστικός capable of burning masc acc sg καυστικός capable of burning neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυστικώτατα — καυστικός capable of burning adverbial superl καυστικός capable of burning neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυστικαῖς — καυστικός capable of burning fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυστικαί — καυστικός capable of burning fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυστικοῖς — καυστικός capable of burning masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»